- αναγαλλιασμός
- ο [αναγαλλιάζω]η αναγάλλιαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγαλλιάζω — 1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι 2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α) * + αναγαλλιάζω. ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός] … Dictionary of Greek